|
вверх #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вверх? — απά как с (ново)греческого переводится слово απά? — вверх — κλαβανή — μουλιάζω — δύσμοιρος — χαστουκίζω — κρυψίγαμος — φωτορεπόρτερ — βούζούνας — παντοειδής — θερμαστής — αμετροπότης — ακραξόνιο — ιδανισμός — αντεξετάζω — χλωροφυλλόκοκκος — θείος — πορφυρίζω — στρίφω — στελεχώνω — αρεσούμενος — Παν — επιστημονικά |
|||