|
скупой, скупец; скряга #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скупой? — σφιχτοχέρης как на (ново)греческом будет слово скупец? — σφιχτοχέρης как на (ново)греческом будет слово скряга? — σφιχτοχέρης как с (ново)греческого переводится слово σφιχτοχέρης? — скупой, скупец, скряга — ορολόγος — σπειραματικός — καθορισμένος — ελαιογόνος — μνήσκω — φιδοβότανο — ντοκουμεντάρομαι — ψαλιδιά — μολυβδόχρους — ἥττων — λιχνιστής — στερεώνομαι — τραυματισμός — γούρλιασμα — ηλεκτροστατικός — μεσοκάθετος — αζωτισμός — θαλασσομαχία — συστένω — μωρέ — σάξιμο |
|||