Новогреческий словарь
παλαιστική
παλαιστική
η спорт.
борьба
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
борьба
? —
παλαιστική
как с
(ново)греческого
переводится слово
παλαιστική
? — борьба
#
(ново)греческий словарь
—
αναφλεκτικός
—
ακαπάρωτος
—
εκσκωριάζω
—
περιστασιακός
—
κοιλιόδεσμος
—
σαραβαλιασμένος
—
έπομαι
—
μηρυκαστικό
—
κοραστάρα
—
κοκορόμυαλος
—
δωροδοκώ
—
προπάππος
—
γουρλομάτης
—
ωκυτόκος
—
εκδίδομαι
—
τουναντίον
—
αντιστέκω
—
λαχανοντολμάς
—
διαγέρνω
—
αποίκιση
—
ουρανομήκης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве