|
η спорт. борьба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово борьба? — παλαιστική как с (ново)греческого переводится слово παλαιστική? — борьба — παραθεριστικός — αιρετός — φωτοχρωμοτυπογραφία — κέρασος — αγανοπλέκω — φασαριόζος — κοντόσωμος — ασβεστόλακκος — ζητιάνα — δασμολογικός — διορώ — εξερεύγομαι — φτηνοδουλειά — πλινθομηχανή — αρχιψεύτης — πολυκέρι — ισραηλιτικός — σύδειπνος — ανομιμοποίητος — αναγινώσκω — ακρίβηνα |
|||