παλαιστική

формы словаβ
παλαιστική
η спорт. борьба



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово борьба? — παλαιστική
как с (ново)греческого переводится слово παλαιστική? — борьба


παραθεριστικόςαιρετόςφωτοχρωμοτυπογραφίακέρασοςαγανοπλέκωφασαριόζοςκοντόσωμοςασβεστόλακκοςζητιάναδασμολογικόςδιορώεξερεύγομαιφτηνοδουλειάπλινθομηχανήαρχιψεύτηςπολυκέριισραηλιτικόςσύδειπνοςανομιμοποίητοςαναγινώσκωακρίβηνα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit