|
отвязывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово отвязывать? — ξεδένω как с (ново)греческого переводится слово ξεδένω? — отвязывать — στέλλω — αντιικός — βέρος — ψωροκακόμοιρος — αναπαυτήριος — πενθήμερος — τηλεφωνία — ευτυχώς — γαλακτοφαγώ — γεμώνω — ωοπλαστία — χρεία — αγελαδοστάσιο — αντιπληθωρικός — εξωπροίκια — άνδρας — απολυτό — αγιολούλουδο — κραξιά — ολιγολογία — χρησιμοθηρία |
|||