Новогреческий словарь
διουρητικό
διουρητικό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διουρητικό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
πυροστάτης
—
αμειδίαστος
—
σκοτείνιασμα
—
αντιβηχικό
—
ράβδισμα
—
προβάδιση
—
Σεπτέμβρης
—
εσωλέμβιος
—
δραστικός
—
λογάκια
—
άπνιχτος
—
προχειρογραμμένος
—
βραδυποδία
—
βιαιοπραγία
—
αερομετρητής
—
πουριάζω
—
βιοπορίζομαι
—
παραπροϊόντα
—
ποιμαντικός
—
αιτίασις
—
γαϊδουροκαβαλλαρία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,