|
патриотический; ο Μεγάλος Πατριωτικός πόλεμος — Великая Отечественная война ~ή πράξη — патриотический поступок; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово патриотический? — πατριωτικός как с (ново)греческого переводится слово πατριωτικός? — патриотический — πάννινος — επιθηλιακός — άκλιτος — πλυντικός — γλυφάδα — μοιχαλίδα — κωπήλατος — βαρυστομαχιάζω — αλατόπετρα — θλώ — γεραματιάζω — αξύλιστος — σομπρέρο — γεβέντισμα — στρεπτοκοκκικός — τετράτροχος — παγωτίνι — γελοιογραφώ — προαίσθημα — παράσπιτο — εικονίζω |
|||