|
το два месяца, двухмесячный срок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово два месяца? — δίμηνο как на (ново)греческом будет слово двухмесячный срок? — δίμηνο как с (ново)греческого переводится слово δίμηνο? — два месяца, двухмесячный срок — συμφυία — φτωχολόϊ — δακτυλωτός — ροδάνισμα — γλήνη — μεσοβορρας — προσλαμβάνω — υποβρυχίως — θελα — αντιστατικός — διαλογικός — κερατάκι — δήλιος — δασονομία — στοιχειοχυτήριο — λαουτζίκος — θεατρινίστικος — διαφοροποιούμαι — αμμουδερός — παροιμιώδης — καθαρότητα |
|||