Новогреческий словарь
εκθηλύνω
εκθηλύνω
(αόρ. εξεθήλυνα, παθ. αόρ. εξεθηλύνθην)
изнеживать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изнеживать
? —
εκθηλύνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκθηλύνω
? — изнеживать
#
(ново)греческий словарь
—
καννιβαλικός
—
αυτοεπίγνωση
—
σπαζοκέφης
—
μελιτοκοκκίαση
—
ταράζομαι
—
ξεσπάζω
—
αποτρέπω
—
μαλακτικός
—
καματεύω
—
αρβανιτόπουλο
—
σαρκαστικότητα
—
συνεδριασθέντα
—
λιθουανικός
—
υλικό
—
ψυχονευρωτικός
—
γυναικισμός
—
απόλυτος
—
βαλαρίζω
—
εξιδρωτικός
—
μηλαφάνα
—
διαμοιράζω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве