|
(αόρ. εξεθήλυνα, παθ. αόρ. εξεθηλύνθην) изнеживать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изнеживать? — εκθηλύνω как с (ново)греческого переводится слово εκθηλύνω? — изнеживать — κρεβατίνα — παλαιογενής — αντίβαρο — αφιερώνομαι — κωδωνίζω — μεράκι — αναδιδάσκω — γνωστικισμός — προγυμνάζομαι — κρέντιτο — σκαρφάλωμα — εισπράττω — φτάσιμο — αντεποινώ — χαλκωματάδικο — διαλαλώ — λαδερά — καταγγελία — ξυράφισμα — εκτίθεμαι — σύκινος |
|||