|
ο мед. гонококк #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гонококк? — γονόκοκκος как с (ново)греческого переводится слово γονόκοκκος? — гонококк — όργωμα — καθοσίωση — βυσσινέα — σύνοικος — σημαδούρα — εξόγκωμα — αποφορτίζω — δόμνα — διαπερατότητα — καλίγα — πυορροώ — γδάρσιμο — δάρθηκα — γέννημα — ανυπομονησία — ατλαζένιος — άγνεθος — φιλοζωϊκός — εξατομικός — βαρκάρης — βαθύνοια |
|||