|
первая часть сложных слов, означ. крепко: σφιχτοδεμένος — #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крепко? — σφιχτο- как с (ново)греческого переводится слово σφιχτο-? — крепко — τεσσάρα — καίτοι — ταχυκινησία — απριλιάτικα — νεανίσκος — τσαλιμάκια — φωτοσύνθεση — αγερασιά — φωτοθεραπεία — γομπιασμένος — αίμα — ακονιστήριο — υγιεινή — εκτίθεμαι — αιματοσκόπιο — τύλωση — άνω — λογοκόπημα — φαεννός — μονομαχώ — πρόδομος |
|||