Новогреческий словарь
μηχανολόγος
μηχανολόγ|ος
ο
инженер-механик
;
~(-σχεδίαστής) — инженер-конструктор
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
инженер-механик
? —
μηχανολόγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
μηχανολόγος
? — инженер-механик
#
(ново)греческий словарь
—
ερωτόβλητος
—
ηλικιακός
—
ασφαλτωμένος
—
απεσταγμένος
—
ηλεκτροστατική
—
γράνα
—
Ξάνθη
—
ρινορραγία
—
λιθοβόλημα
—
υδατικός
—
λευκαίνομαι
—
αλεπουδιά
—
Αλβανίδα
—
ικεσία
—
υδροηλεκτρισμός
—
υπέρταση
—
ετοιμοθάνατος
—
τυροβόλι
—
γιαταγάνι
—
απεικάζω
—
συνοικιακός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω