Новогреческий словарь
χωριό
χωριό
το
деревня, село
;
===
κάνω ~ — подружиться, сойтись
;
γίναμε από δυό ~ά — [phrase]мы поссорились[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
деревня
? —
χωριό
как на
(ново)греческом
будет слово
село
? —
χωριό
как с
(ново)греческого
переводится слово
χωριό
? — деревня, село
#
(ново)греческий словарь
—
δουλικά
—
χρειασίδι
—
ματόκλαδο
—
όστια
—
ασκάλωτος
—
χρωμόσωμα
—
μάγγανα
—
εικαστική
—
μεταλαμπάδευση
—
παρασιτισμός
—
φρουραρχείο
—
ξαναρρωσταίνω
—
πειραματόζωο
—
παραγγελιοδότης
—
ξαίνιο
—
ξεροκαμπία
—
υέτιος
—
επιορκώ
—
ανευρύνω
—
αμήτωρ
—
ζακτό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,