|
το деревня, село; === κάνω ~ — подружиться, сойтись; γίναμε από δυό ~ά — [phrase]мы поссорились[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово деревня? — χωριό как на (ново)греческом будет слово село? — χωριό как с (ново)греческого переводится слово χωριό? — деревня, село — πρό — αρβανιτουριά — κουλάκικος — γλυκοτραγουδιέμαι — παγοποιητικός — ενσαρκώνομαι — κομούνα — μπατιρίζω — εξακοντίζω — κατατοπισμένος — παραλογιά — φωτιστικός — άφεριμ — αφικνούμαι — δύσβατος — εγγικτικός — ξεμυαλίζομαι — θυροκολλώ — αστρόφεγγο — στροβιλιά — ελαιοπιεστήριον |
|||