Новогреческий словарь
περισσότερος
περισσότερ|ος
1)
больший
;
τίς ~ες φορές — чаще всего; обычно
;
2)
относящийся к большинству
;
οι ~οι — большинство
;
ο ~ κόσμος — большинство народа
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
больший
? —
περισσότερος
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к большинству
? —
περισσότερος
как с
(ново)греческого
переводится слово
περισσότερος
? — больший, относящийся к большинству
#
(ново)греческий словарь
—
υποτροχήλιον
—
υπερπλασία
—
χωριατοφέρνω
—
αρματοδρομίες
—
μαμωνάς
—
αφεντάνθρωπος
—
εκγλυπτικός
—
στραβωμάρα
—
καινοπρεπής
—
γεράκι
—
επιγόμωσις
—
απειροπόλεμο
—
υπερευχαριστώ
—
πολυκαρπία
—
υποβορειοανατολικός
—
σκότισμα
—
γαρνίρισμα
—
ένθεν
—
αμόντε
—
προπάντων
—
λεμφοκυττάρωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве