|
η накаливание добела; белое каление #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово накаливание добела? — λευκοπυρωση как на (ново)греческом будет слово белое каление? — λευκοπυρωση как с (ново)греческого переводится слово λευκοπυρωση? — накаливание добела, белое каление — φιλοτιμία — σαμάρωμα — ημίσβεστος — ελληνόφοβος — Αραπιά — εξήψα — εγχειρισμός — εξωτικός — στούκας — κεραυνοβολία — μεσιακάρικος — συντυχάννω — γυρισμός — αμοιρολόγητος — σαμιώτικος — αρπαχτής — εταίρα — αγωγιάτισσα — σκίρτημα — επιγραφολογία — αρχέγονος |
|||