|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово οργανογενετικός? — — συμπυκνωτήρας — αργητός — συναιτιότης — αβρόμιστος — παπλωματάδικο — ορθρινός — κρυφο- — απαλαίνω — απηλογιάζω — τζιτζιφιόγκος — ταχινός — εγγυοδοσία — απροχώρητος — ζαχαροπλάστισσα — ταριχευμένος — βαλσαμώνω — ιστοριοδίφης — ευθυγράμμίση — πυρογραφω — παρακούω — ξεγράφω |
|||