|
тренироваться в фехтовании #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тренироваться в фехтовании? — σπολάζω как с (ново)греческого переводится слово σπολάζω? — тренироваться в фехтовании — γδαρτός — σαρίκι — φωτοφωταύγεια — τουρκόγερος — βρεφοκομείο — αναιρεσείων — ιδιαίτερο — εγχειρίδιο — σμίξη — αθυροστομώ — γυαλώνω — λαγωχειλία — χαλκόχρους — νανάρισμα — σκίασμα — γύρος — ωριμαστήρι — πνευμονοβακτήριο — στάξιμο — ολιγοδάπανος — αγκαθιάζω |
|||