Новогреческий словарь
αγχίστροφος
αγχίστροφ|ος
уст.
изменчивый, непостоянный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изменчивый
? —
αγχίστροφος
как на
(ново)греческом
будет слово
непостоянный
? —
αγχίστροφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγχίστροφος
? — изменчивый, непостоянный
#
(ново)греческий словарь
—
γαλαρία
—
θεραπευτικός
—
αμμοκονίαμα
—
τριγλωσσία
—
σπλαγχνολογία
—
νταμετζάνα
—
διείσδυση
—
ποτιστήρι
—
τσαγκάρικο
—
κρυφομουρμούρισμα
—
βουλητικός
—
ακαταπάτητος
—
ρέκβιεμ
—
αξεδίψαστος
—
δεκαοχτάχρονος
—
εύχρηστος
—
τσαρλατανιά
—
δακρυόρροια
—
απολυτοκρατία
—
ασύστατος
—
πολυβολισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве