ανεμοφλογισμέν|ος

формы словаβ
ανεμοφλογισμέν|ος
высохший (о растительности)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово высохший? — ανεμοφλογισμένος
как с (ново)греческого переводится слово ανεμοφλογισμένος? — высохший


αδροσοβόλητοςλογιωτατισμόςσεβαστικόςσουρουκλεμέςεπιπόλασηπεταχτόβαρέλιτρούπασινάπισμαδιακονιάρισσαεμβρυογονίααρπακτικόανεμογγαστριάδιβάνιεπιγραμματικόςβαφτίζωδορστοφόροςμολόχορτοκηρόπανοαστεφάνωτοςέκκεντρο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit