|
высохший (о растительности) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово высохший? — ανεμοφλογισμένος как с (ново)греческого переводится слово ανεμοφλογισμένος? — высохший — αδροσοβόλητος — λογιωτατισμός — σεβαστικός — σουρουκλεμές — επιπόλαση — πεταχτό — βαρέλι — τρούπα — σινάπισμα — διακονιάρισσα — εμβρυογονία — αρπακτικό — ανεμογγαστριά — διβάνι — επιγραμματικός — βαφτίζω — δορστοφόρος — μολόχορτο — κηρόπανο — αστεφάνωτος — έκκεντρο |
|||