|
ο 1) предохранитель; 2) презерватив #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово предохранитель? — προφυλακτήρας как на (ново)греческом будет слово презерватив? — προφυλακτήρας как с (ново)греческого переводится слово προφυλακτήρας? — предохранитель, презерватив — υποχιλιαπλάσιος — ευοσμίτης — κοπέλλι — ντουβάρι — διατράνωσις — διαπληκτίζομαι — οντογένεια — συνδιδασκαλία — μουγκανητό — μιάς — αυτοσυνείδηση — ενορχήστρωση — διβάνιο — δηλητηριάστρια — τρεχάματα — αγριοπόταμο — απλόχερος — εφυάλωση — εμπυρευματίζω — συμποσιάρχης — άφτρα |
|||