|
παθ. αόρ. от διατέμνω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διετμήθην? — — δασκαλίκι — ψαλιδισμένος — συνεπώς — πόνημα — κύανος — ολιγολογία — ακτινομετρία — μακαρονοποιείο — χαλινός — ομοιόβαθμος — δρεπανοειδής — τσιγαρόχαρτο — ευκαταμάχητος — μοναδιαίος — αντιβασίλισσα — ψαριανός — αυλάκιον — ακανθόφυλλος — διωθώ — ευπεπτικός — καλοκαιριάζει |
|||