Новогреческий словарь
διετμήθην
διετμήθην
παθ. αόρ. от διατέμνω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
διετμήθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
λιποβαρής
—
κλιματίζομαι
—
μαρτιάτικα
—
ακόνημα
—
μύρωμα
—
χρειώδης
—
κορεννύω
—
πασπατευτός
—
κωμικό
—
χτυποβροντάω
—
οξειδώσιμος
—
ομόδικος
—
αξιαγάπητος
—
τετραψήφιος
—
προηγούμαι
—
κοροϊδεύω
—
μιλιταρισμός
—
χταποδοσαλάτα
—
κατάματα
—
έμορφος
—
εκπροσώπευση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве