|
1) сидящий рядом; 2) : ~ υπουργός — дип. полномочный министр, советник-посланник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сидящий рядом? — πρόσεδρος как с (ново)греческого переводится слово πρόσεδρος? — сидящий рядом — ξεκαπιστρώνω — χαμαίμηλο — διακεκαυμένος — αναπόδιση — νόσημα — ανάρτηση — ιδιώτης — αχρειολόγα — συμφωνημένος — φιλόθηρος — Μαυρομμάτης — μισθωτικός — στάμπα — αποσταφιδιάζω — δυσλογία — αδιακύβευτος — αποζητώ — κάταγμα — νυχτ- — αχυροκόπι — πασσαλείβω |
|||