|
το 1) вилы; 2) дефиле #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вилы? — δίκρανο как на (ново)греческом будет слово дефиле? — δίκρανο как с (ново)греческого переводится слово δίκρανο? — вилы, дефиле — χήνειος — πραγματογνωσία — διασώζω — εκλεκτικίστρια — φυσικοχημικός — κρυφακούω — κραταιός — πλάνεμα — χρεμέτισμα — επαγωγός — υδατόμεικτος — γυαλόχαρτο — μεταρρυθμιστικά — πρόταξη — εριον — τρυγώ — αρμέχτρα — αποναρκώνω — χώρια — καταρραχιά — απειλή |
|||