|
η драматизация, инсценировка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово драматизация? — δραματοποίηση как на (ново)греческом будет слово инсценировка? — δραματοποίηση как с (ново)греческого переводится слово δραματοποίηση? — драматизация, инсценировка — αντιστένομαι — δεκαοκταετία — πανεράκι — βαρυστομαχιά — μελισσόκηπος — χαραδρώδης — γλίστρα — εσχάρωση — αρχαιρεσίες — μοναστήρι — καντήλι — ύπερος — αλλιώς — γαλίφικο — συγκάτοικος — εξάλειψη — καραφλός — σερβιτόρος — κουντουράδικο — στοά — παλάγκο |
|||