|
бродяжничать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бродяжничать? — σρυρτουκεύω как с (ново)греческого переводится слово σρυρτουκεύω? — бродяжничать — ανεπρόκοπος — προκείμενος — γεύω — παρωδούμαι — πυξίον — φελάω — ποδοκυλώ — κενόδοξος — λακωνικός — επταετής — καψούρης — επανωκαμήλαυκον — τεντώνω — αηδονόφωνος — κοντάρι — δημοσιογραφία — κόρφος — σύγχυση — οριεντάλ — ταξιδευτής — θελεμός |
|||