|
το добыча (охотничья); дичь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово добыча? — θήραμα как на (ново)греческом будет слово дичь? — θήραμα как с (ново)греческого переводится слово θήραμα? — добыча, дичь — άσογος — περιπλανώμενος — αναχώνω — ανομοιότητα — πειστήριο — τουμπέρνω — καρμίρικα — νευρογλοία — αμπελοχώραφα — αποστεγνώνω — καντιανισμός — δίοπτρα — μυκητώδης — οξύληκτος — ύμνος — δροσισμένος — αφύλαχτος — άφθαι — λοξίας — εκσπερμάτιση — πλύνομαι |
|||