|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συντροφικά? — — ανύψωτος — πυροστάτης — χέζω — θαλασσομαχητό — πυτιά — ανθρωπίλα — αντιμεθαυριανός — θεμελίωση — οδοντοβόθριον — ανεγνωρισμένως — αμετάφραστος — εγχειρώ — εξελέγξιμος — ξινόγαλα — κονσερβοκούτι — εαρινός — οινοπνευματούχος — απαρτία — αμέθοδον — χολκουργείο — ζαφειρένιος |
|||