|
ячменный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ячменный? — κριθαρένιος как с (ново)греческого переводится слово κριθαρένιος? — ячменный — ζωοπλαγκτόν — δραχμοποιώ — εκατομμυριούχα — διάλευκος — περιούσιος — μετεωρίτης — αφέθην — ζουρλαίνομαι — αρνησιπατρία — ορνιθώνας — μπουγατσατζίδικο — σκίζω — αετός — μάκρεμα — ένδοθεν — φωτιοκαμένος — ασημόχωμα — παραπληρώνω — συγκινητικότητα — ανοικονόμητα — ευποίητος |
|||