|
ο тот(__,__) кто производит фланель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто производит фланель? — φανελλοποιός как с (ново)греческого переводится слово φανελλοποιός? — тот, кто производит фланель — βαριαναστενάζω — περικαρδίτιδα — νεοφώτιστος — εκναυλώτρια — μαστρολογάω — ακινησία — ερματοφόρον — ακέρωτος — σκιαζάρα — ανθρωποπίθηκος — νεφέλιο — άψαχνος — αργοσάλευτος — ρολάρω — εμποράκος — μεταλλωρυχείο — φραγκοκρατία — επιστήριξη — μισότρελλος — διερωτώ — άγαλμα |
|||