|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ιδωμένος? — — ορογραφία — απωθώ — τραχειίτις — απαβγουλιάζω — διάφωνος — ζάρω — μακρυχέρης — παράτονος — φαιο- — μπουμπούκιασμα — αγχιστεία — αιμομίκτρια — γατάκι — μπακάμι — αντικρούστης — παρασπόνδηση — φωτέϊγ — αγκλίτσα — αόριστα — μακροπρόθεσμος — εισορμίζομαι |
|||