|
(-ητος) η скорострельность #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скорострельность? — βλητικότης как с (ново)греческого переводится слово βλητικότης? — скорострельность — κερόπανο — υβριδικός — αφρίνα — συντέλεια — δεσμός — νανοϋλικά — αποζευγνύω — βερμπαλισμός — στριφογυρίζω — ασημόχωμα — κανονιά — ανακραυγάζω — αρχιδικαστής — φωτοχημικός — εμπαίζω — ανερώτητα — γαϊδούρι — απεκδύομαι — μπεγλεράω — χουχουλιέμαι — ανεμπέδωτος |
|||