|
η обкрадывание; разграбление; ~ τής γής — хищническая эксплуатация земли #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово обкрадывание? — καταλήστευση как на (ново)греческом будет слово разграбление? — καταλήστευση как с (ново)греческого переводится слово καταλήστευση? — обкрадывание, разграбление — βερνικωμένο — μπαντανόβουρτσα — αυτοστιγμεί — γίδινος — αφαιρετός — βαρώμι — αρματωμένος — αγκωνή — διαλευκαίνω — απάστωτος — ελλοχεύω — εισηγητικός — τεχαδνογνωσία — προσκεφαλάδι — άτι — ξενότροπος — σουρτούκω — βελονόκαρφο — αναγεννήτρα — αντίδοξος — παλαίωση |
|||