|
ο женатый священник; ~ε — батюшка (обращение) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово женатый священник? — αιδεσιμώτατος как с (ново)греческого переводится слово αιδεσιμώτατος? — женатый священник — υπερταξικός — εξωσυζυγικός — μπιρμπίλα — εξοδιαστής — σφυγμώδης — παλιομπεκρού — καταγραφή — συμβιβαστικότητα — κρεβατωμένος — υπάκουα — ακομπανιαμέντο — προδρομικά — σημερινός — διασταλτικότητα — αποκαθηλώ — αποβοήθειο — γλυκοτραγουδάω — ρητινικός — καψώνω — βαθυστόχαστος — προσλαμβάνω |
|||