αιδεσιμώτατ|ος

формы словаβ
αιδεσιμώτατ|ος
ο женатый священник;
          ~ε — батюшка (обращение)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово женатый священник? — αιδεσιμώτατος
как с (ново)греческого переводится слово αιδεσιμώτατος? — женатый священник


υπερταξικόςεξωσυζυγικόςμπιρμπίλαεξοδιαστήςσφυγμώδηςπαλιομπεκρούκαταγραφήσυμβιβαστικότητακρεβατωμένοςυπάκουαακομπανιαμέντοπροδρομικάσημερινόςδιασταλτικότητααποκαθηλώαποβοήθειογλυκοτραγουδάωρητινικόςκαψώνωβαθυστόχαστοςπροσλαμβάνω




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit