|
η химия; οργανική ~ — органическая химия; ανόργανος ~ — неорганическая химия; φυσική ~ — физическая химия έφηρμοσμένη ~ — прикладная химия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово химия? — χημεία как с (ново)греческого переводится слово χημεία? — химия — ασημωτός — απόβλητος — ένθεος — νοσοφόρος — δίκορμος — σάλτος — ξαρματωμένος — ψηλουκρυτάνα — γλάρα — μυρμηγκιά — ποιμαντορία — πιτζιέμ — μαχμούρης — χοροδιδασκαλική — αντρεία — κανταδόρος — ζέβρα — επιπλωμένος — ανάβαθος — περάτωση — ανθρακόκονις |
|||