Новогреческий словарь
λοταρία
λοταρία
η 1)
лотерея
;
κερδίζω στή ~ — выигрывать в лотерею
;
2)
лото
(игра)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
лотерея
? —
λοταρία
как на
(ново)греческом
будет слово
лото
? —
λοταρία
как с
(ново)греческого
переводится слово
λοταρία
? — лотерея, лото
#
(ново)греческий словарь
—
αργοροδάμας
—
ολιγόλεπτος
—
απίσχνανση
—
πολεμοχαρής
—
ανακραυγάζω
—
αποκορυφώνω
—
αγελαδινός
—
επιστήριγμα
—
στερεότυπος
—
συγκλονισμός
—
γκρέμιος
—
κατεργάρικο
—
αρνίσιος
—
παρεισαγωγή
—
ηγεσία
—
γενναιοδωρία
—
μπαλαουρτζής
—
αλκοολούχος
—
ωτοσκόπηση
—
φαντασμαγορία
—
Γαλαξίας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве