|
το бутирометр (прибор для определения жирности молока) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бутирометр? — βουτυρόμετρο как с (ново)греческого переводится слово βουτυρόμετρο? — бутирометр — δημηγορικός — πηλοπάτησις — κιθαρίστας — ξάφνιασμα — γερούλι — ατέλειωτος — αργοταξιδεύω — μεθοδιστής — ευρύστερνος — σφαλνάω — κακόφτειαχτος — ενοχλώ — αράχαλος — κτηματογραφώ — δίνη — λαμπαδηδρόμος — υπαπαντή — σαλπάρω — ναργελές — αθυμιάτιστος — αστεροειδώς |
|||