|
пенистый (о напитках) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пенистый? — αφριστός как с (ново)греческого переводится слово αφριστός? — пенистый — μυρουδιά — παγανό — συρματοποίηση — κατοικίσιμος — συγγενής — γαστρολογία — σκιώδης — ατσάλωμα — βαρύγνωμος — επιστήριξη — χρονοσκόπιον — μονότροπος — αυτοβιογράφος — υαλοποιείο — προασφάλιση — συμβατικά — ελευθεροκοινωνία — αποτελείωση — καπνιστός — καλογερικός — απαιδευσία |
|||