Новогреческий словарь
λυτρωτικός
λυτρωτικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
λυτρωτικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
απομακρυσμένος
—
σιχαμός
—
ατμοκινητήρας
—
κάλυκας
—
πεντάδιπλος
—
δεκαπενταυγουστιάτικος
—
τσάπουρνο
—
φερετροποιείο
—
επτάπλευρον
—
γομφίος
—
αμφιλογία
—
αναζωπυρώ
—
δεμάτωση
—
άλειμμα
—
συμβατικότητα
—
δεινό
—
αδιπλάρωτος
—
συσταλτός
—
ατσίδι
—
ξύστρισμα
—
ρετσίνα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве