|
(αόρ. επεμήκυνα, παθ. αόρ. επεμηκύνθην) удлинять #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово удлинять? — επιμηκύνω как с (ново)греческого переводится слово επιμηκύνω? — удлинять — σωλήνωση — διοριζόμενος — εμπορικός — ταμάχι — ιχνευτής — καλαθούνα — μήλωση — συγκινούμαι — σταυροκοπιώμαι — διαβολόσπέρμα — γυψοποιία — πρεβάζι — αμοιβαδόζωα — φωταγώγιο — μισητά — τουρσί — επαναρρόφηση — λίμασμα — αμφισβητούμενο — δικατάληκτος — αφρός |
|||