επιμηκύνω

формы словаβ
επιμηκύνω
(αόρ. επεμήκυνα, παθ. αόρ. επεμηκύνθην) удлинять



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово удлинять? — επιμηκύνω
как с (ново)греческого переводится слово επιμηκύνω? — удлинять


σωλήνωσηδιοριζόμενοςεμπορικόςταμάχιιχνευτήςκαλαθούναμήλωσησυγκινούμαισταυροκοπιώμαιδιαβολόσπέρμαγυψοποιίαπρεβάζιαμοιβαδόζωαφωταγώγιομισητάτουρσίεπαναρρόφησηλίμασμααμφισβητούμενοδικατάληκτοςαφρός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit