|
шестнадцатикратный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шестнадцатикратный? — δεκαεξαπλάσιος как с (ново)греческого переводится слово δεκαεξαπλάσιος? — шестнадцатикратный — κρομμυδόφλουδα — κουράδα — λινόδετος — καρποφάγος — αποσταφιδιάζω — αμπελοκομία — δικινητήριο — ανεξιστόρητος — κερήθρα — δομένος — αντικεφαλαιοκροτικός — διαπνοή — ανδρολόγος — σπέρμα — παρέαση — βαρβατίλα — υπερβιταμίνωση — άγκυρα — ανίκητος — αχθοφορικά — τεκνοποίηση |
|||