|
осуждать, обрекать самого себя (на что-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово осуждать? — αυτοκαταδικάζομαι как на (ново)греческом будет слово обрекать самого себя? — αυτοκαταδικάζομαι как с (ново)греческого переводится слово αυτοκαταδικάζομαι? — осуждать, обрекать самого себя — διπλάνο — ανοδικός — αλσώδης — υπνωτίζω — ευκατασκεύαστος — δασμολόγος — τάφρος — καρδιοπαθής — ξεχορτόριασμα — ευνομούμενος — ματαγίνομαι — ενστάζω — ομοιάζω — αποτρεπτικό — ξεμυγιάζω — εξατμιστήρας — μητροφόνος — υπέρθεση — χαλκογράφος — λιθοκονία — σουρομαδώ |
|||