|
ο дылда, дубина стоеросовая #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дылда? — γκαρλέφας как на (ново)греческом будет слово дубина стоеросовая? — γκαρλέφας как с (ново)греческого переводится слово γκαρλέφας? — дылда, дубина стоеросовая — πνευμονολόγος — νεκρομαντεία — ζεγγί — τραγανίζω — μεγάλυνση — χασεδένιος — πετάλωση — αργομισθία — ιχνογραφνκή — πατισάχ — ορνιός — αποτελείωση — παρατρώγω — αγριλιά — περούκα — ψεκτικός — τυρέμπορος — ανοιχτά — παραφθαρμένος — φενακίζω — ρητινοσυλλέκτης |
|||