|
η клапан; ασφαλιστική ~ — предохранительный клапан #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клапан? — δικλίδα как с (ново)греческого переводится слово δικλίδα? — клапан — μελισσοτροφικός — σοϊλής — αντεξορμώ — βορικός — αφιλοδοξία — τζιτζίκι — έκφυσις — τιμούμαι — λιμνούλα — τριτεξαδέλφη — πρόποση — χύμευση — μονοπώλιο — πρίμο — χαλκεία — ακατασχέτως — κικούτα — χελωνιάρης — στόλισμα — αστεροσκοπείο — νανοϋλικά |
|||