|
η 1) полынь; 2) абсент #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полынь? — αψιφιά как на (ново)греческом будет слово абсент? — αψιφιά как с (ново)греческого переводится слово αψιφιά? — полынь, абсент — φαρίνα — εμπνευστής — απομαραίνω — αθωότητα — σεληνόφωτο — αφοσιώνομαι — πρωτόζωα — αντιμένω — αρθρόποδα — λαθρέμπορας — απλογραφία — κρεατί — χλωροπικρίνη — μουσελίνα — κολασμός — λιοκούκουδο — θαμαχτός — κλωσσόπουλο — πολιορκία — λειβάδα — πίεστρο |
|||