|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χρονικά? — — ύφασμα — ερεικώδης — εκδηλώνομαι — συνυπαίτιος — συμπεθεριακός — κόπτης — κοινοπραγία — γογγυτό — πλακίδιο — αφρόλουτρο — καθομολόγία — πύρωση — ζαρωματιά — σκυθρωπασμένος — ξεγόφιασμα — απολεπτύνομαι — ζαΐφης — βιοψυχολογία — εκθήλυνση — φιλο- — εντατικότητα |
|||