|
продуктивно; эффективно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово продуктивно? — παραγωγικά как на (ново)греческом будет слово эффективно? — παραγωγικά как с (ново)греческого переводится слово παραγωγικά? — продуктивно, эффективно — κόσμια — αρκτοκέφαλος — ανεκεφαλιά — αφοσιωμένος — μαθητεία — Φίλιππος — εποικοδομητικά — αεροδυναμική — αρπίστας — αγουροξυπνώ — στροβιλοαντιδραστήρας — ούβα — παρέκβαση — διαπυητικός — καταυλισμός — δροσοσταλιά — επιτροπεύσιμος — αεροτορπίλλη — πίθος — ιούτα — σκλάβος |
|||