|
η 1) чернота; 2) чёрное пятно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чернота? — μαυράδα как на (ново)греческом будет слово чёрное пятно? — μαυράδα как с (ново)греческого переводится слово μαυράδα? — чернота, чёрное пятно — ολόγυμνος — αφάνισμα — συνυπηρετώ — βραδύτητα — φαρί — ρεζισσέρ — δαγκαμασιά — βρυάζω — ίχνος — διαθήκη — μακροκατοληξία — καταξοδεύω — ανευλάβεια — κόπωση — ζουπιστός — μετρίως — προσθετέος — υπακτικός — αναθύμημα — εκτελώνιση — περισυναγωγή |
|||