|
το ручная прялка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ручная прялка? — τσικρίκι как с (ново)греческого переводится слово τσικρίκι? — ручная прялка — παιδοψυχολόγος — έγκειμαι — αποβροχάρης — κακομιλάω — αλατόπαστος — γράμμον — εξελεγκτέος — πορδοκλάνω — ρυπαντικός — ντοματομπελτές — ηλεκτροσκόπιο — διευκρίνιση — ποδοκυλώ — προϊδέαση — καταρράκτη — γηροκομία — νυχτερινός — εξοδικός — αλέθω — διεύθυνση — υποθήκη |
|||