|
ο реактор; ατομικός ~ — атомный реактор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реактор? — αντιδραστήρας как с (ново)греческого переводится слово αντιδραστήρας? — реактор — προσπελάζω — αρπακτικός — κόμμα — απάνω — Πρωτομαρτιά — φαιδρότητα — επαφίεμαι — εξαθλίωση — επιδιορθωτικός — στερεοχημεία — νέφτι — διδακτική — πειθαρχημένος — αρσενικό — αποσταθεροποιώ — ψευδόχρυσος — νέασις — απίστευτος — βουκολώ — κουρσάρικος — αντεργατικός |
|||