|
το феска; === γίνομαι ~ (στό μεθύσι) — напиться пьяным, быть в стельку пьяным; τού έβαλε ~ — [phrase]он взял взаймы без отдачи[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово феска? — φέσι как с (ново)греческого переводится слово φέσι? — феска — εδωπέρα — υποβρύχιο — σβύνω — ενδιάθετος — αρρωστημένος — επιτελικός — ανόστεος — αντονυμικός — έκθλιψη — πιθηκοειδής — πάντοτε — μπαρούφα — δοντάκι — νομοκάνονας — αλαφροκούκουλος — καταφέρνω — ημικύκλιο — μαγειρική — αρσίζικος — κυματοθραύστης — καφέ |
|||