|
το литография (мастерская) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово литография? — λιθογραφείο как с (ново)греческого переводится слово λιθογραφείο? — литография — αντρικός — εσέ — μυρωδικό — αεραέριο — οδοντοστοιχία — στοματολογία — στριγγλιά — χασκαρίζω — χωροφύλακας — ναυκληρικός — αντιμάχομαι — αδέκαστα — ηλικία — ξέζεμα — σβέση — φράχτης — διαζωννύω — δωδεκάχρονος — οινοποίηση — μαζή — ημίχρονο |
|||